ἑτέρωθεν — from the other side indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐτέρωθεν — ἑτέρωθεν , ἑτέρωθεν from the other side indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτέρωθε — ἑτέρωθεν from the other side indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CINNAMOLOGUS — apud Plin. l. 10. c. 33. avis est, cinnami surculis privatim nidifcans, quos plumbatis indigenae decutiant sagittis. Idem tradit Aristoteles, l. 9. c. 13. et ex eo Antigonus Carystius, c. 49. qui κιννάμωμον cam vocat. Sratius quoque in Epicedio… … Hofmann J. Lexicon universale
έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» … Dictionary of Greek
ουδετέρωθεν — οὐδετέρωθεν και οὐδ ἑτέρωθεν (Α) επίρρ. από κανένα από τα δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδετέρως + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μηδετέρω θεν)] … Dictionary of Greek
παπποτερόθεν — Μ επίρρ. από προγονική κληρονομιά («ὦ βασιλέων βασιλεῡ... καὶ κράτος τὸ τρισκράτιστον ἀπὸ παπποτερόθεν», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθ. παππόθεν, με επίδραση τών ετέρωθεν εκατέρωθεν] … Dictionary of Greek
ἑτέρωθ' — ἑτέρωθε , ἑτέρωθεν from the other side indeclform (adverb) ἑτέρωθι , ἑτέρωθι on the other side indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)